Ένα από τα θετικά στοιχεία που προσφέρει στους μαθητές το σχολείο ή το φροντιστήριο είναι το γεγονός ότι συμβάλλει στην κοινωνικοποίησή τους μέσα από τη συνύπαρξή τους με τα υπόλοιπα παιδιά. Πολλές φορές, όμως, υπάρχουν μαθητές που διαταράσσουν με τη συμπεριφορά τους την ομαλή λειτουργία της τάξης, με αποτέλεσμα το μάθημα να μη γίνεται όπως θα έπρεπε, αφού οι υπόλοιποι μαθητές δεν μπορούν να συγκεντρωθούν. Πώς αντιμετωπίζεται, όμως, μία τέτοια κατάσταση;
Σχεδόν σε όλες τις τάξεις παγκοσμίως παρατηρείται, σύμφωνα με έρευνες, η ύπαρξη ενός μαθητή ο οποίος με τη συμπεριφορά του αποσπά την προσοχή των συμμαθητών του ή του δασκάλου του σε σημείο που η παράδοση του μαθήματος γίνεται δυσλειτουργική. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, ειδικά σε ό,τι αφορά τις μικρότερες ηλικίες – τάξεις, ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι καθοριστικός: αυτό συμβαίνει όχι μόνο επειδή ο δάσκαλος έχει άμεση επίδραση στο εάν και πόσο εύκολα θα αποκομίσουν οι μαθητές τις απαραίτητες γνώσεις, αλλά κυρίως επειδή καλείται να βοηθήσει τα άτακτα παιδιά να αναπτύξουν τις απαραίτητες κοινωνικές δεξιότητες, έτσι ώστε να λειτουργούν ομαλά μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικού συνόλου της τάξης.
Οι τρόποι με τους οποίους μπορεί ο δάσκαλος να αντιμετωπίσει έναν “ανήσυχο” μαθητή μέσα στην τάξη είναι πολλοί, άλλοι ηπιότεροι και άλλοι αυστηρότεροι. Γενικότερα, εάν ο δάσκαλος έρθει αντιμέτωπος με μία τέτοια κατάσταση, είναι καλύτερο να προσπαθήσει να οριοθετήσει το μαθητή με ήπιο τρόπο για αρχή και, μόνο εάν χρειαστεί, να τον βάλει τιμωρία.
Αυτό που προτείνεται, λοιπόν, από τους ψυχολόγους ως αρχικό βήμα είναι ο δάσκαλος να αγνοήσει τη συμπεριφορά του παιδιού, αφού μία από τις πιθανές αιτίες αυτής της συμπεριφοράς μπορεί να είναι η προσπάθειά του να τραβήξει την προσοχή του δασκάλου με αυτόν τον τρόπο. Επομένως, εάν διαπιστώσει πως ο δάσκαλος δεν του δίνει σημασία, το πιθανότερο είναι πως θα σταματήσει. Στην περίπτωση που το παιδί συνεχίσει, οι ειδικοί προτείνουν να υπάρξει οπτική επαφή του δασκάλου με το μαθητή, χωρίς λεκτική παρατήρηση, για να καταλάβει ο τελευταίος πως η συμπεριφορά του δεν είναι σωστή. Εάν, παρόλα αυτά, το παιδί συνεχίσει με τη συμπεριφορά του να αποσπά την προσοχή των υπολοίπων, η καταλληλότερη στρατηγική, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι η προσέγγιση του παιδιού από το δάσκαλο: με το να πάει ο δάσκαλος να σταθεί κοντά του, δείχνει στο μαθητή πως αυτό που κάνει διαταράσσει το μάθημα, δίνοντάς του ένα διακριτικό “σήμα” για να σταματήσει.
Με αυτούς τους τρόπους, ο δάσκαλος θα έχει ήδη δείξει την “ενόχλησή” του στο μαθητή, χωρίς να διακόψει το μάθημα και, κυρίως, χωρίς να θίξει το μαθητή μπροστά στους συμμαθητές του. Αυτό το γεγονός είναι πολύ σημαντικό, αφού η σχέση δασκάλου – μαθητή δεν διαταράσσεται, αλλά αντίθετα ο μαθητής “αναγνωρίζει” την καλή πρόθεση του εκπαιδευτικού.
Μόνο σε περίπτωση που το παιδί συνεχίσει, προτείνεται η λεκτική παρατήρηση και η τιμωρία. Ωστόσο, αυτές οι δύο τακτικές θεωρούνται πραγματικά αποτελεσματικές, μόνο εφόσον συνοδεύονται από συζήτηση με το μαθητή, έτσι ώστε να καταλάβει το λάθος του και να μην το επαναλάβει.
Τέλος, ένα σημαντικό σημείο που πρέπει να έχει στο νου του ο δάσκαλος είναι πως η επιλογή της κατάλληλης λύσης πρέπει να γίνεται πάντα σε συνάρτηση με την προσωπικότητα του μαθητή, όπως επίσης με τις ιδιαίτερες ανάγκες του. Εάν, δηλαδή, το παιδί πάσχει από διάσπαση προσοχής, λόγου χάρη, ο δάσκαλος πρέπει να δει πώς θα αντιμετωπίσει τη διαταρακτική συμπεριφορά του παιδιού σε συνεργασία με τους γονείς και κάποιον ειδικό.